ἀγριοκάψιμο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριοκάψιμο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριοκάψιμο τό, Νάξ. (’Απύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. κάψιμο.
Σημασιολογία
Ὑπερβολικὸν φλόγισμα: Εἶd’ ἀγριοκάψιμο ’τονε εὐτό! Ἀλλαξιμα͜ιὸ ᾿ένηκε (τί μεγάλο φλόγισμα ἦτο αὐτὸ ποῦ ἔπαθεν εἰς τὸ πρόσωπον, ἔγινε τέρας ἀπὸ τὴν παραμόρφωσιν). Συνών. ἀγριόκαμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA