ἀδερφίτσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδερφίτσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀδερφίτσα ἡ, ἀδελφίτσα Πόντ. (Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.) –Λεξ. Κομ. ἀδερφίτσα Ἤπ. Μεγίστ. ἀδιρφίτσα Ἤπ. Μακεδ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀδερφή, θηλ. τοῦ ἀδερφός, καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -ίτσα. Ὁ τύπ. ἀδελφίτσα καὶ μεσν. Πβ. Ἀχιλληΐδ. Ν 1354 (ἔκδ. Hesseling) «τοὺς γάμους νὰ ποιήσωμεν τῆς ἡμῶν ἀδελφίτσας».

Σημασιολογία

1) Ἡ μικρὰ ἀδελφὴ Ἤπ. Πόντ.: Ἕναν ἀδελφίτσαν εἶχα, ἐκείνε πα ἐπέθανεν Πόντ. (Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.) 2) Ἡ ἀδελφή, θωπευτικῶς Ἤπ. Μακεδ. Μεγίστ. κ.ἀ.: Ἔχου μιˬὰ ἀδερφίτσα καὶ τὴν ἀγαπάω πολὺ Ἤπ. || ᾎσμ. Τρέχουν μαννίτσις κὶ ρουτοῦν, ᾿διρφίτσις κ᾿ ἰξιτάζουν Μακεδ. Ὥρα καλή, στραθιˬώτισσα, τῆς μάννας μ’ ἀδερφίτσα (στραθιˬώτισσα=συνοδοιπόρος) Μεγίστ. Συνών. ἀδερφῖνα, ἀδερφούδα, ἀδερφούλλα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/