ἀγριοκέχρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριοκέχρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγριοκέχρι τό, Πελοπν. (᾿Αρκαδ. κ.ἀ.) -Λεξ. Βυζ. ἀγριοκεχρὶ Λεξ. Περίδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. κεχρί.

Σημασιολογία

Φυτὰ τῆς τάξεως τῶν ἀγρωστωδῶν (graminaceae) 1) Ἡ ἀγρία μορφὴ κέγχρου τοῦ κοινοῦ (panicus miliaceum) ἔνθ’ ἀν. 2) Τὸ πρὸς κέγχρον ὅμοιον ζιζάνιον σόργον τὸ Χαλέπιον (sorghum Halepense) πιθανῶς ἡ τοῦ Διοσκορ. (4,31) καλαμάγρωστις Πελοπν. (᾿Αρκαδ. κ.ἀ.) Συνών. ἀγριοκαλάμι 2, αἱματόχορτο, βρομόρριζα, καλαμάγρα, κεχρί.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/