ἀγουροπαίδιν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγουροπαίδιν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγουροπαίδιν τό, Πόντ. (Κερασ.) ἀγουροπαίδ᾿ Πόντ. (Κολων. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ὀν. ἄγουρος καὶ τοῦ οὐσ. παιδί.
Σημασιολογία
Τὸ ἄρρεν τέκνον, ἄλλως ἀγούριν ἢ ἀγούριν παιδὶν ἔνθ᾿ ἀν.: Ἐγέννεσεν ἕναν ἀγουροπαίδ᾿ Κολων. Ἐτοπλαεῦταν τ᾿ ἀγουροπαίδ καὶ παίζ᾿νε (ἐτοπλαεῦταν=συνήχθησαν) Τραπ. Πβ. καὶ Πρόδρομ. 4,41 (ἔκδ. Hesseling- Pernot σ. 75) «ἂν ἔχω γείτονά τινα καὶ ἔχει παιδὶν ἀγώριν».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA