ἀδερφομέρτικο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδερφομέρτικο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀδερφομέρτικο τό, ἀμάρτ. ἀδιρφουμέρτ’κου Ἴμβρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀδερφὸς καὶ μερτικό.
Σημασιολογία
Τὸ μερίδιον ἑκάστου ἀδελφοῦ τὸ ἐκ κληρονομικῆς περιουσίας προερχόμενον: Τοῦτον τοὺ χουράφ’ εἶνι δυˬὸ ἀδιρφουμέρτ’κα. Συνών. ἀδερφᾶτο 5, ἀδερφομοιράδι, ἀδερφομοίρι 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA