ἀδερφομοιράζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδερφομοιράζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀδερφομοιράζω, ἀδελφομοιράζω Σῦρ. ἀδερφομοιράζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σῦρ. ἀδερφομεράζω Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀδερφὸς καὶ τοῦ ρ. μοιράζω, παρ’ ὃ καὶ μεράζω.᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀδερφὸς καὶ τοῦ ρ. μοιράζω, παρ’ ὃ καὶ μεράζω.
Σημασιολογία
1) Μετβ. δίδω εἰς ἕκαστον ἀδελφὸν τὸ ἐκ τῆς κληρονομικῆς περιουσίας μερίδιον Σῦρ. 2) Ἀμτβ. μοιράζομαι μετὰ τῶν ἀδελφῶν τὴν κληρονομικὴν περιουσίαν Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Μάν.) Σῦρ.: Ἀδερφομοίρασαν αὐτοὶ Σῦρ. Οἱ δεῖνα σήμερ’ ἀδερφομεράζουνε Μάν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA