ἀδερφομοίρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδερφομοίρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀδερφομοίρι τό, ἀδελφομοίρ’ Πόντ. (Σάντ.) ἀδερφομοίριν Κύπρ. ἀδερφομοίρι Ἀστυπ. Ζάκ. Ἤπ. Κάλυμν. Κάρπ. Κεφαλλ. Κρήτ. Κύθν. Νάξ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λακων.) Σύμ. Σῦρ. Χίος κ.ἀ. ἀερφομοίριν Κύπρ. ἀδιρφουμοίρ’ Ἤπ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) Λέσβ. Λῆμν. Μακεδ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. ἀδρεφομοίρι Κῦθηρ. Προπ. (Κύζ.) ἀδερφομέρι Πελοπν. (Λάκων. Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀδερφὸς καὶ μοιρί. Ἡ λ. καὶ παρὰ Γύπαρ. πρᾶξ. Α στ. 374 (ἔκδ. ΚΣάθα). Ὁ τύπ. ἀδερφομέρι ἀναλογικ. πρὸς τὸ μερίδιο-μερτικό. Πβ. ἀδερφομέρτικο.

Σημασιολογία

1) Τὸ ἐκ κληρονομικῆς περιουσίας μερίδων ἀκινήτου κτήματος ἑκάστου τῶν ἀδελφῶν Ζάκ. Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Κεφαλλ. Κύθηρ. Κύθν. Λέσβ. Μακεδ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λακων. Μάν.) Πόντ. (Σάντ.) Προπ. (Κύζ.) Σῦρ. Χίος κ.ἀ.: Τὰ χωράφιˬα αὐτὰ εἶναι ἴσα, γιˬατὶ ἦσαν ἀδερφομοίριˬα Καλάβρυτ. ’Σ τὸ δικό μου ἀδερφομέρι δὲ θέλω νὰ πατᾷς Μάν. Πέντε ἀδερφομοίριˬα ἐγινήκανε τὰ χωράφιˬα τοῦ δεῖνα Χίος ᾿Επούλησε τ’ ἀδερφομοίρι του αὐτόθ. Συνών. ἀδερφᾶτο 5, ἀδερφομέρτικο, ἀδερφομοιράδι. 2) Τὸ ἐκ κληρονομικῆς περιουσίας ἀκίνητον κτῆμα τὸ νεμόμενον ἀπὸ κοινοῦ ὑπὸ ἀδελφῶν Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Κύπρ. Λῆμν. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) Σύμ. Χίος κ.ἀ.: Τοῦτου τοὺ χωράφ’ εἶνι ἀδιρφουμοίρ’ Ἀδριανούπ. Τίνος ἔν’ τοῦτον τό ἀμπέλιν; -Ἐν’ ἀδερφομοίριν Κύπρ. Τὸ σπίτι ἤτανε ἀδερφομοίρι καὶ τό χωρίσανε Κεφαλλ. 3) Τὸ ἐκ κληρονομικῆς περιουσίας μερίδιον τοῦ νεωτέρου ἀδελφοῦ Ἀστυπ. Κάλυμν. Κάρπ. Κύθν. Σύμ. 4) Ἡ μεταξὺ ἀδελφῶν ἴση διανομὴ κληρονομικῆς περιουσίας Κεφαλλ. Κρήτ.: Τὰ παιδιˬὰ τοῦ δεῖνα θὰ κάμουνε ἀδερφομοίρι Κεφαλλ. Δυˬὸ τρεῖς χιλιάδες πρόβατα ᾿ς τὸ μερτικό μου ἐπῆρα ἀπὸ τ᾽ ἀδερφομοίρι Κρήτ. 5) Τὸ Κληρονομικῷ δικαίῳ ἀπὸ ἀδελφοῦ ἢ ἀδελφῆς μερίδιον Ἤπ. Κάρπ. Πβ. γεροντομοίρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/