ἀγαληˬῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγαληˬῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγαληˬῶ Ἤπ. Ἴμβρ. Σαμοθρ. Χίος ἀγαλῶ Χίος (Καλαμ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀγάληˬα νομισθέντος ὡς προστ. (πβ. σημ. 3) κατὰ τὸ κοίτα-κοιτῶ κττ.

Σημασιολογία

1)Περιμένω, ἀναμένω Ἴμβρ. Σαμοθρ. Χίος: Θὰ σ᾿ ἀγαληˬῶ Χίος Ἐν ἀγαλεῖς ἐῶ; (δὲν περιμένεις ἐδῶ;) αὐτόθ. ἀγάληˬα μ᾿ Ἴμβρ. Ἀγάλει με Χίος Ἀγάληˬα μ᾿ μ᾿σὴ στριμὴ (στιγμὴ) Σαμοθρ. 2)Προσέχω Ἤπ.: Παροιμ. Ἀγαληˬᾶτε νὰ μὴ στάξῃ ἡ οὐρά του ᾿ς τὸ πηγάδι (ἐπὶ τῶν ζημιουμένων εἰς τὰ μέγιστα καὶ προφυλαττομένων εἰς τὰ ἐλάχιστα. Ἡ παροιμ. ἐκ παραδ. ὅτι ὄνου πνιγέντος εἰς φρέαρ καὶ ἐκεῖθεν ἐκβαλλομένου εἷς τῶν παρόντων ἔδωκε τὴν συμβουλῆν ταύτην).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/