ἀγουροσύν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγουροσύν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀγουροσύν ἡ, Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ὀν. ἄγουρος.

Σημασιολογία

1)Ἡ ἰδιότης, τὸ γνώρισμα τοῦ ἀνδρὸς ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. ἀγουρότε 1. 2)Πρᾶξις ἀνδρική, γενναία ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀγοῦτο ντ᾿ ἐποίκες ἀγουροσύν ᾿κ᾿ ἔν᾿ (αὐτὸ ποῦ ἔκαμες δὲν εἶναι γενναῖον) Τραπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/