ἀγαλλίασι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγαλλίασι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀγαλλίασι ἡ, Βιθυν. Ἤπ. Πελοπν. (Λακων.) Πόντ. (Χαλδ.) Τσακων. κ.ἀ. ἀγαλλίγιˬασι Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀγαλλίασις. Πβ. Λουκ. Εὐαγγ. 1,14 «ἔσται χαρά σοι καὶ ἀγαλλίασις».
Σημασιολογία
Χαρά, ψυχικὴ εὐφροσύνη, μόνον ἐν συνεκφ. μετὰ τοῦ συνων. χαρὰ ἔνθ᾿ ἀν.: Φρ. Χαρὰ καὶ ἀγαλλίγιˬασι Κερασ. Σήμερα ἔχομε χαρὲς καὶ ἀγαλλίασες Λακων. Εἴχανε γούλη μέρα χαρὲς καὶ ἀγαλλίασες Βιθυν. Τώρᾳ ποῦ ᾿ρθε ἡ ἄνοιξι εἶναι παντοῦ χαρὰ κιˬ ἀγαλλίασι Ἤπ. Ἡ φρ. χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι εἰσήχθη εἰς τὸν κοινὸν λόγον ἐκ τοῦ ἀνωτέρω χωρίου τοῦ Εὐαγγ. Λουκ. Συνών. ἀγαλλία.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA