ἄγαλος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄγαλος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄγαλος ἐπίθ. Κρήτ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Σύμ. Σῦρ. κ.ἀ. ἄγαλους Στερελλ. (Αἰτωλ. κ.ἀ.) ἀνάγαλους Μακεδ. (Χαλκιδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. γάλα.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ ἔχων, ὁ μὴ παρέχων γάλα (α)Ἐπὶ ζῴων Μακεδ. (Χαλκιδ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Σύμ. κ.ἀ.: Κατσίκα ἄγαλη Σύμ. Εἶν᾿ ἄγα᾿ γίδα αὐτεί᾿, ἰγὼ ἔχου νιˬὰ γαλαχτιρὴ Αἰτωλ. Ἀνάγαλου γίδ᾿-πρόβατου Χαλκιδ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγάλατος. (β) Ἐπὶ ὡρῶν τοῦ ἔτους ἢ ἀτμοσφαιρικῶν καταστάσεων, αἵτινες γίνονται αἰτία νὰ μὴ παρέχουν τὰ ζῷα γάλα Κρήτ. Σύμ. Σῦρ. κ.ἀ.: Φρ. Ὁ Γενάρις εἶναι ἄψαρος καὶ ἄγαλος Κρήτ. Ὁ σορόκκος εἶναι ἄκαρπος, ἄγαλος, ἄσταχος (διότι καταστρεφομένης τῆς βλαστήσεως ὑπὸ τῆς βλαβερᾶς ἐπιδράσεως του δὲν εὑρίσκουν τὰ ζῷα ἐπαρκῆ τροφὴν καὶ ἑπομένως δὲν παρέχουν ἀρκετὸν γάλα) Σῦρ. β)Μεταφ. ἄγονος, ἰδίως ἐπὶ ἐποχῆς τοῦ ἔτους, καθ᾿ ἣν δὲν γίνεται ἄγρα ἰχθύων Σύμ.: Φρ. Γενάρις ἄγαλος (κατὰ τὸν Ἰανουάριον εἶναι δύσκολος ἡ ἁλιεία). Συνών. ἄψαρος. 2)Τὸ οὐδ. ἄγαλο οὐσ., παιδίον ἀνίκανον εἰς πᾶσαν ἐργασίαν, συνήθως ἐπὶ κορασίου (κυρίως τὸ μὴ θηλάσαν ἀρκετὸν γάλα, τούτου δὲ ἕνεκα καταστὰν καχεκτικὸν καὶ ἀνίκανον) Πελοπν. (Ἀρκαδ.): Βρὲ τὸ ἄγαλο! Εἶναι ἕνα ἄγαλο, γιˬὲ μου!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA