ἀγριοκονίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριοκονίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριοκονίδι τό, ἀμάρτ. ἀρκοκονίδιν Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. κονίδι. Διὰ τὸ α΄συνθετ. τοῦ τύπ. ἀρκοκονίδιν πβ. ἄρκος παρὰ τὸ ἄγριος.
Σημασιολογία
Πληθὺς κονίδων: Παροιμ. ᾿Από πάνω τέλι τέλι ταὶ ’ποκάτω ἀρκοκονίδιν (ἐπὶ τῶν ἔξωθεν φαινομένων ἄλλως ἢ ὅ,τι ἀληθῶς εἶναι. Τὴν ἀρχὴν ἔλαβεν ἡ παροιμ. ἀπὸ τῶν γυναικῶν, αἵτινες κοσμοῦν τὴν κόμην αὑτῶν διὰ λαμπρῶν ταινιῶν ἀδιαφοροῦσαι περὶ τῆς καθαριότητος ἢ μὴ αὐτῆς. Πβ. ἀρχ. «ἔνδοθι τὴν Ἑκάβην, ἔκτοθι τὴν Ἑλένην»). Πβ. τὴν μεσν. «ἀπέξω ἔνι καλοκτένιστος καὶ μέσα γέμει ἄγριον (κῶδιξ ὡραῖον) κονίδιν». ᾿Ιδ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 1,22 καὶ ΣΔεινάκ. ἐν ᾿Αθηνᾷ 41 (1929) 68 κἑξ. Συνών. παροιμ. «ἀπέξω κούκλα κιˬ ἀπομέσα πανούκλα».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA