ἀδερφοσπαθοκονταρεμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδερφοσπαθοκονταρεμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀδερφοσπαθοκονταρεμὸς ὁ, ἀρφοπαθοκονταρεμὸς Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀδερφὸς καὶ τοῦ ἀμαρτ. οὐσ. σπάθοκονταρεμός. Πβ. σπαθοκονταρισμένος. Ἡ ἀφαίρ. τοῦ σ. ἐκ τοῦ σπανθοκονταρεμὸς κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ παθαίνω-ἔπαθα.

Σημασιολογία

Πληγὴ διὰ κονταρίου προξενηθεῖσα ὑπὸ ἀδελφοῦ εἰς ἀδελφὸν θεωρουμένη κατὰ τὰς λαϊκὰς δοξασίας ὡς λίαν σοβαρὰ καὶ δυσκόλως θεραπευομένη: ᾎσμ. Ἐπολοήθην ὁ γιˬατρὸς ταὶ λέει ταὶ λαλεῖ της, «τυρά, γιˬατρέψαμεν πολλοὺς παθοκονταρεμένους, ἔτσ’ ἀρφοπαθοκονταρεμὸν ᾿ὲν εἴαμεν ποτ-τέ μας. Πβ. ἀδερφοβάρεμα, ἀδερφομαχαιρεˬά, ἀδερφοστιλεττεˬά, ἀδερφοχαντζαρεˬά, ἀδερφοχτύπημα, ἀδελφοχτυπημεˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/