ἀγουροψήνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγουροψήνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγουροψήνω ἀμάρτ. ἀgουροψήνω Θήρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ὀν. ἄγουρος καὶ τοῦ ρ. ψήνω.

Σημασιολογία

Δὲν ἀφίνω τι νὰ ψηθῇ ἐπαρκῶς, ὀπτῶ τι ἀτελῶς: Μ᾿ ἀgουρόψησες τὸ ψωμί. Ἀgουροψημένο ψωμί.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/