ἀδερφοσφαμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδερφοσφαμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδερφοσφαμένος ἐπίθ. Εὔβ. (Κύμ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀδερφός καὶ τοῦ σφαμένος μετοχ. τοῦ ρ. σφάζω.
Σημασιολογία
Ὁ σφαγεὶς ὑπὸ ἀδελφοῦ: ᾎσμ. Γιˬατρέ μου, γιˬάτρεψες πολλοὺς κομμένους τσαὶ σφαμένους, γιˬάτρεψέ μου τσιˬ αὐτὸν τὸ νεˬό, ποῦ ’ν’ ἀδερφοσφαμένος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA