ἀδερφοτέκνι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδερφοτέκνι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀδερφοτέκνι τό, ἀμάρτ. ἀδερφοτέχνιν Κύπρ. ἀερφοτέχνιν Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀδερφότεκνος. Ὁ πληθ. ἀδελφοτέκνια καὶ μεσν. Πβ. Ἀσίζ. 1, 119, 28 (ἔκδ. ΚΣάθα) «ἢ ἡ ἀδελφή του ἢ τὰ ἀδελφοτέκνιά του ἢ ἀδελφότεκνες του ἢ οἱ ἀνιψιοί του ἢ ἀνιψιάδες του».

Σημασιολογία

Ὁ υἱὸς τοῦ ἀδελφοῦ ἢ τῆς ἀδελφῆς, συνήθως ἐν τῷ πληθ.: ᾿Ѐν ἔρκουμαι, γιˬατὶ καρτερῶ νά ’ρτουσιν τ’ ἀερφοτέχνιˬα μου. Συνών. ἀδερφιδερός, ἀδερφιδής, ἀδερφοπαίδι, ἀδερφότεκνος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/