ἀδερφότεκνος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδερφότεκνος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀδερφότεκνος ὁ, ἀμάρτ. ἀδερφότεχνος Κύπρ. ἀδερφότεγνος Κὔπρ. ἀρφότεχνος Κύπρ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀδελφότεκνος. Πβ. Ἀσίζ. 1, 119, 28 (ἔκδ. ΚΣάθα) καὶ Μαχαιρ. 42, 44 καὶ ἀλλαχοῦ (ἔκδ. RDawkins).

Σημασιολογία

Τὸ τέκνον τοῦ ἀδελφοῦ ἢ τῆς ἀδελφῆς, ἀνεψιός, ἀρχ. ἀδελφιδοῦς: Ὁ ἀδερφότεχνός μου ἐπῆεν νὰ κόψῃ ξύλα. Ἡ ἀρφότεχνή μου μαειρεύκει. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀδερφοτέκνι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/