ἀγριοκούνελο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριοκούνελο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριοκούνελο τό, Εὔβ. (Πλατανιστ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. κουνέλι.
Σημασιολογία
1) Τὸ ζῷον ἄγριος κόνικλος ἀγν. τόπ. ᾽Αντίθ. ἡμεροκούνελο. 2) Τὸ ζῷον ἰκτὶς (mustela foina). Συνών κουνάβι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA