ἀγραβανεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγραβανεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀγραβανεˬὰ ἡ, Δαρδαν. Κύθηρ. Κωνπλ. ἀργαβανεˬὰ Ἤπ. (Κεστόρ.) ᾿γραβανεˬὰ Ἤπ. ἀγροβανεˬὰ Λεξ. Περίδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγραβάνι. Πβ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Ἀθηνᾷ 26 (1914) Λεξικογρ. Ἀρχ. 65 κἑξ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1)Εἶδος φυτοῦ κοσμητικοῦ καὶ φαρμακευτικοῦ μὲ ἐρυθροὺς κερασοειδεῖς καρπούς, φυσαλὶς τὸ ἁλικάκαβον (physalis Alkekengi) τῆς τάξεως τῶν στρυχνωδῶν (solanaceae) Ἤπ. Ἰδ. ΠΓεννάδ. 1022 κἑξ. Συνών. κερασούλλι. 2)Τὸ φυτὸν σῦριγξ ἡ κοινὴ (syringe vulgaris) ἢ κερατέα ἡ ἔλλοβος (ceratonia siliqua) Ἤπ. – Λεξ. Βυζ. Ἰδ. ΠΓεννάδ. 943. Συνών. ἀγγραβάνι, κουτσουπεˬά, σύριγγα. 3)Τὸ δένδρον κερκὶς ἡ κερωνιοειδὴς (cercis siliquastrum) Δαρδαν. Κωνπλ. – Λεξ. Βυζ. Περίδ. Ἰδ. ΠΓεννάδ. 502. Συνών. κουτσουπεˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/