ἀδερφούτσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδερφούτσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀδερφούτσι τό, ἀμάρτ. ἀδιρφούτσι Μακεδ. ’διρφούτσι Μακεδ. (Γκριντ.) ἀφούτι. Τσακων. ’φούτσι Μακεδ. (Βλάστ. Σιάτ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀδερφός.
Σημασιολογία
1) Ὁ μικρὸς ἀδελφὸς Μακεδ. Τσακων.: Ἄχ, ἀδιρφούτσι μ’! Μακεδ. 2) Ὁ ἀδελφὸς ἢ ἀδελφή, θωπευτικῶς Μακεδ. (Γκριντ.): ᾎσμ. Κ’ ἕνας τοὺν ἄλλουν ἔλιγι κ᾿ ἕνας τοὺν ἄλλουν λέγουν κρατεῖς καλά, ᾿διρφούτσι μου, νὰ μὴ ξιχουριστοῦμι. 2) Στενὸς φίλος, ἑταῖρος Μακεδ. (Βλάστ. Σιάτ.): Ἔ, ’φούτσι μου! Πβ. ἀδερφούλλης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA