ἀγραβάνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγραβάνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγραβάνι τό, Ἤπ. –Λεξ. Βυζ. Περίδ. ἀγροβάνι Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. erguvan. Πβ. GMeyer Etym. Wört. alb. Spr. 161. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν σῦριγξ ἡ κοινὴ (syringe vulgaris) ἢ κερατέα ἡ ἔλλοβος (ceratonia silique). Συνών. ἀγραβανεˬὰ 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA