ἀδερφούτσικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδερφούτσικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδερφούτσικος ἐπίθ. Ἤπ. ἀδιρφούτσ’κους Ἤπ. (Χουλιαρ.) Μακεδ. (Βέντσ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀδελφούτσικος. Πβ. Χρον. Μορ. Η στ. 1385 (ἔκδ. JSchmitt) «καὶ εἶπέν του, ἀδελφούτσικε, ἀφῶν ἐγὼ ἐνεμένω | ἀφέντης εἰς τὰ κάστρη μας κ’ εἰς τόι γονικόν μας».
Σημασιολογία
1) Φιλικὸς ὡς ἀδελφὸς Ἤπ. 2) Οὐσ., μικρὸς ἀδελφὸς Ἤπ. (Χουλιαρ.): Ἔχου ἕνα ἀδιρφούτσ’κου. β) Ἀδελφός, θωπευτικῶς Μακεδ. (Βέντσ.): ᾎσμ. Τοὺ τι ’φουρμὴ νὰ τοὺν ἱβρῶ τοὺν ἀδιρφούτσικό μου;
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA