ἀγραβανιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγραβανιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγραβανιˬάζω ἀμάρτ. ἀγριβανιˬάζου Λέσβ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀγραβανίς. Ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Ἀθηνᾷ 26 (1914) Λεξικογρ. Ἀρχ. 65.
Σημασιολογία
Λαμβάνω χρῶμα ἀγραβανί, ὃ ἰδ., γίνομαι κατέρυθρος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA