ἀγραβάρω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγραβάρω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγραβάρω Κεφαλλ. Παθ. ἀγραβάρομαι Ζάκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. aggravare.

Σημασιολογία

1)Ἀπροσ. μὲ ἀγραβάρει, σὲ ἀγραβάρει κτλ., μὲ στενοχωρεῖ κτλ. Κεφαλλ.: Σὲ ἀγραβάρει νὰ πληρώσῃς λιγάκι ἀκριβά, μὰ τότες δὲν θὰ πάρῃς καλὸ πρᾶγμα (συνών. φρ. σοῦ κάνει κακὸ) Κεφαλλ. 2)Παθ. ἐπιβαρύνομαι Ζάκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/