ἀγριόκρινος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριόκρινος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀγριόκρινος ὁ, σύνηθ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. κρίνος.

Σημασιολογία

Α) ᾿Αγριολούλουδα τοῦ γένους τῆς ἴριδος τῆς τάξεως τῶν ἰριδωδῶν (iridaceae), ἤτοι τὰ διάφορα κρίνα τοῦ ἀγροῦ μὲ ρίζας εὐώδεις καὶ ἄνθη χρωμάτων διαφόρων, λευκῶν, ὠχρῶν, κυανῶν, ποικίλων 1) Ἡ ᾽Αττικὴ ἶρις (iris Attica) ᾿Αττικ. 2) Ἡ ἶρις ἡ Γερμανικὴ (iris Germanica), ὁ κρίνος τῶν κήπων μὲ ἄνθη εὔοσμα, μεγάλα, κυανᾶ Κεφαλλ. 3) Ἶρις ἡ Φλωρεντιανὴ (iris Florentina), ὁ τῶν κήπων κρίνος μὲ τὰ μεγάλα εὔοσμα λευκά του ἄνθη, ἡ τῶν ἀρχ. Ἰλλυρικὴ ἶρις Κεφαλλ. 4) Ἶρις ἡ ψευδάκορος (iris pseudacorus), κρίνος μὲ ἄνθη κίτρινα Κέρκ. Συνών. νερόκρινος. 5) Ἶρις ἡ Σιντένειος (iris Sintenisii) Πελοπν. 6) Ἶρις τὸ σισυρίγχιον (iris sisyrinchium) ΘΧελδράιχ 89 καὶ 90. Β) Ὅμοια πρὸς ἄνθη κρινόμορφα φυτὰ 1) Στερνβεργία ἡ ξανθὴ (Sternbergia lutea) τῆς τάξεως τῶν ἀμαρυλλιδωδῶν (amaryllidaceae) ἐνιαχ. Συνών. ἀγριολαλὲς 2. 2) Εἴδη ὑακίνθου (muscarus) τῆς τάξεως τῶν λειριωδῶν (liliaceae) ἐνιαχ. 3) Τὸ ὀρνιθόγαλον τὸ σκιαδιοφόρον (ornithogalum umbellatum).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/