ἀδερφώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδερφώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀδερφώνω Ἰων. (Κρήν.) Νάξ. (Ἀπύρανθ. Βόθρ. Φιλότ κ.ἀ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λάκων. Λάστ. Μάν. Σουδεν. Τρίκκ.) -ΑΒαλαωρίτ. Ἔργα 2, 133 (ἔκδ. Μαρασλῆ) ΚΠαλαμ. Τραγούδ. Πατρ. 43 ἀδιρφώνου Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Μέσ. ἀδελφοῦμαι Πόντ. (Κερασ.) ἀδεφλοῦμαι Πόντ (Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀδερφός.

Σημασιολογία

1) Δίδω ἀδελφὸν Στερελλ. (Αἰτωλ.): Σ’ ἀδέρφουσ’ ἡ μάννα σου. β) Μέσ. ἀποκτῶ ἀδελφὸν Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἀδιρφώθ’κι αὐτὸ τοὺ πιδί. γ) Συνδέομαί τινι δι᾽ ἀδελφικῆς ἀγάπης, συνήθως ἐν τῇ μετοχ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Βόθρ. Φιλότ.) Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) –ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.: Ἀδερφωμένοι φίλοι Ἀπύρανθ. Σὰν ἀδέρφιˬα ἀδερφωμένοι ἀνθρῶποι Φιλότ. || Ποιήμ. Ὅταν σ᾿ ἀκούσαμε οἱ πικροὶ ᾿ς τὸ ἔρμο σου ἀκρογιˬάλι τὴ νύχτα ν᾽ ἀδερφώνεσαι μὲ τὴν ἀνεμοζάλη ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. ’Σ τὸ Μεσολόγγι ἀδέρφωσαν κ᾿ ἐσμιξαν ταίριˬα ταίριˬα μὲ τῆς Φραγκιˬᾶς τὰ νεˬᾶτα ΚΠαλαμ ἔνθ’ ἀν. δ) Συνεταιρίζομαί τινι, συντροφεύω Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἀδιρφώθ’κα μὶ τοὺ δεῖνα κὶ πάμι τώρᾳ καλὰ Αἰτωλ. Ἄμα δὲν ἀδιρφουθῇ κἀνένας, δὲ μπουρεῖ νὰ πάῃ καλὰ αὐτόθ. 2) Συνάπτω, συναρμόζω Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λάκων.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἀδέρφουσ᾽ τὰ ξύλα γιˬὰ νὰ καοῦν καλὰ Αἰτωλ. 3) Ἀμτβ. ἐκφύομαι, συμφύομαι μὲ παραφυάδας, βλαστούς, συνήθως ἐπὶ δημητριακῶν, ὅταν ἐκφύωνται πολυκάλαμα Ἰων. (Κρήν.) Νάξ. Πελοπν. (Λακων. Λάστ. Μάν. Σουδεν. Τρίκκ. κ.ἀ.): Τὸ σ’τάρι εἶναι καλό, ἅμα ἀδερφώνῃ Τρίκκ κ.ἀ. Ἀδερφώνουνε τὰ κρεμμύδιˬα Μάν. Τὰ στάχυˬα εἶναι ἀδερφωμένα Νάξ. κ.ἀ. || ᾎσμ. Καήκανε τὰ δυˬὸ δεντρὰ ποῦ ’σαν ἀδερφωμένα Λάστ. Συνών. ἀδερφολογῶ, ἀδερφοκλωνῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/