ἀδευτέρωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδευτέρωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδευτέρωτος ἐπίθ. Τῆλ. κ.ἀ. ἀδιφτέρουτους Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Κομοτ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *δευτερωτὸς<δευτερώνω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἐπαναλαμβανόμενος, ὁ μὴ γινόμενος ἐκ δευτέρου Θρᾴκ. (Κομοτ.) Τῆλ. κ.ἀ.: Φρ. Κι’ ἀδιφτέρουτου πεˬά! (εὐχὴ ἐπὶ θανάτῳ) Κομοτ. || Παροιμ. Μιˬὰ τοῦ κλέφτη, δυˬὸ τοῦ κλέφτη, τρεῖς του κιˬ ἀδευτέρωτή του (ἐπὶ πάσης κακῆς πράξεως, ἥτις ἐν τέλει θὰ ἀνακαλυφθῇ καὶ θὰ τιμωρηθῇ, ὥστε νὰ μὴ ἐπαναληφθῇ πλέον) Τῆλ. κ.ἀ. β) Ὁ μὴ καλλιεργηθεὶς ἢ ποτισθεὶς ἐκ δευτέρου, ἐπὶ ἀγρῶν καὶ ἀμπελώνων Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): ᾿Αμπέλ’ ἀδιφτέρουτου Ἀδριανούπ. Τά ’χουμι ἀδιφτέρουτα τὰ καλαμπόκιˬα Αἰτωλ. Συνών. ἀδευτέριστος, ἀδιˬάβαστος 5. 2) Ὁ μὴ νυμφευθεὶς ἐκ δευτέρου Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA