ἀγάνι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγάνι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγάνι τό, Ἄνδρ. Πελοπν. (Αἴγ. Κορινθ. Σουδεν. Τρίκκ.) Σῦρ. ἀγά᾿ Β.Εὔβ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν. ἀκάνιον. Πβ. Κορ. Ἄτ. 5,11. Πβ. καὶ Ἡσύχ. «ἀκάνθιον· ἀκάνιον».

Σημασιολογία

Ὁ ἀθὴρ. τοῦ στάχυος. Πβ. ἄγανο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/