ἀγριολαθούρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριολαθούρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγριολαθούρι τό, ἀγριολάθυρο Κέρκ. ἀγριολάθουρο Κρήτ. ἀγριολαθούρι πολλαχ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. λαθούρι.

Σημασιολογία

᾿Αγριόχορτα τοῦ γένους τοῦ λαθύρου (lathyrus) τῆς τάξεως τῶν ψυχανθῶν (papillionaceae) 1) Λάθυρος ἡ ἀφάκη (lathyrus aphaca), ἡ τῶν ἀρχ. ἀφάκη ὅμοιος πρὸς κουκκεˬὰν (πβ. ΠΓεννάδ. 595) μὲ θυλάκια περιεκτικὰ σπερμάτων δηλητηριωδῶν πολλαχ. Συνών. ἀγριοβαβούλι, ἀγριοκουκκολαθούρι. 2) Λάθυρος ὁ ἥμερος (lathyrus sativus) πολλαχ. 3) Λάθυρος ὁ ἑπτάφυλλος (lathyrus septifolius) Κρήτ. Πβ. ἀγριοάφκος, ἀγριοζαλούλι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/