ἀδήλωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδήλωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδήλωτος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *δηλωτὸς<δηλώνω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ δεδηλωμένος, συνήθως ἐπὶ τῶν μὴ ἐγγεγραμμένων εἰς τὰ μητρῷα ἀρρένων καὶ ἑπομένως μὴ στρατολογηθέντων σύνηθ.: Ἤτανε ἀδήλωτος καὶ τὸν ἐπιˬάσανε νὰ ὑπηρετήσῃ κιˬ αὐτός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA