ἄθαφτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄθαφτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄθαφτος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) ἄθαφτους Ἤπ. ἄθαφος Πόντ. (Ὄφ. Σάντ.Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἄθαπτος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Πορτ.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ταφεὶς κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Ἀφῆκαν τὸν πεθαμένο τρεῖς μέρες ἄθαφτο κοιν. ᾿Αποθαμένο ἄθαφος ἔν᾽ ἀκόμηνο (ἀποθαμένο ἀντὶ ὁ ἀποθαμένος ) Ὄφ. || Φρ. Πεθαμένος κιˬ ἄθαφτος (ὑπερβολικῶς ὠχρὸς) Κέρκ. Παξ. κ.ἀ. Εἶναι πεθαμένοι κιˬ ἄθαφτοι (εὑρίσκονται εἰς λίαν δυσχερῆ θέσιν) Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ. 2) Ὁ μὴ καλυφθεὶς ἐν τῇ ἑστίᾳ διὰ τῆς πεπυρωμένης ἀνθρακιᾶς πρὸς ὄπτησιν, ἐπὶ ζύμης Πόντ.(Ὄφ.): 'Ἄθαφο ἔν τὸ ζ’μάρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA