ᾍδης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ᾍδης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ᾍδης ὁ, κοιν. καὶ Πόντ. (Ἰνέπ. Οἰν. Σάντ. Χαλδ.) ᾍδη Τσακων. ᾍδες Πόντ. (Χαλδ.) ᾍης Κάρπ. Κύπρ. Νᾴδης Ἄνδρ. Θήρ. Κρήτ. Νάξ. ᾍγης Κύπρ. (καὶ ᾍδης) ᾍϊδος Καππ. ᾍδη τό, Θρᾴκ. Κρήτ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ᾍδης. Ὁ τύπ. Νᾴδης ἐκ συνεκφ. τῆς αἰτιατ. τὸν ᾍδη-τὸ Νᾴδη.
Σημασιολογία
1) Ἡ κατοικία τῶν τεθνεώτων, ὁ κάτω κόσμος: κοιν. καὶ Πόντ. (Ἰνέπ. Οἰν. Σάντ. Χαλδ.) Τσακων.: ᾍδης ἀχόρταγος-ἀνεχόρταγος-ἀδηφάγος-μαῦρος-σκοτεινὸς-σκοτεινιˬασμένος πολλαχ. Εἶd’ ἀρρώστιˬα εἶν᾿ ποῦ ’πεσεν ἀπάνω dου, τοῦ Νᾴδη μυρίζει! Νάξ. Ἤτανε μαῦρος σὰν νὰ ἐβγῆκε ἀπὸ τὸν ᾍδη Κεφαλλ. ’Σ τὰ Τάρταρα τοῦ Νᾴδη τὸν ἐgρεμίσανε Κρήτ. Σ’ τὸν ᾍδ’ ἐπῆεν (ἀπέθανε) Χαλδ. || Φρ. Πῆγε ’ς τὸν ᾍδη καὶ γύρισε (διέτρεξε μέγαν κίνδυνον) σύνηθ. Τὸν ἔστειλε᾿ς τὸν ᾍδη (τὸν ἐφόνευσε) πολλαχ. Ὁ μαῦρος ᾍδης νὰ σὲ φάγῃ! (ἀρὰ) Λευκ. κ.ἀ. Ὤ, ποῦ νὰ φάῃ ὁ Νᾴδης τὸ κορμάκι σου! (ἀρὰ) Νάξ. ’Σ σὸ μαῦρον τὴν γῆν καὶ ’ς σὸ σκοτεινὸν τὀν ᾍδη (ἀρὰ) Οἰν κ.ἀ. Συνεκδ. ἐπὶ πλησμονῆς: Ἔφαγε ἕναν ᾍδη (πολὺ) πολλαχ. Μπεκρῆδες οἱ ἄθεοι πίνασι τὸν ᾍδη (ἔπιναν ἀπλήστως) Σῦρ. Τὸν ᾍδη μὲ τὰ λείψανα τρώει (ἐπὶ πολυφάγου καὶ ἀσώτου) Βιθυν. Ὁ ᾍδης φωνάζει (ἡ ἀκόρεστος ὡς ᾍδης κοιλία, ὅταν πεινᾷ) Πελοπν. ᾍδης ἀνεχόρταστος (ἐπὶ ἀπλήστου, πλεονέκτου ἣ λαιμάργου. Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 1, 314) Κεφαλλ. ᾍδης ἀδηφάος (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κύθν. Χορταίνει ὁ ᾍδης κόκκαλα; (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πελοπν. Συνών. φρ. τρώει ἕνα περίδρομο, τρώει τὴν ποταμοθάλασσα, ἔφαγε τὸν ἀβλέμονα, τρώει ἕναν ἄδυσσο (ἰδ. ἄβυσσος) || Παροιμ. Ἀπὸ τὸν ᾍδην φῶς; (ἀπὸ τοῦ πονηροῦ ἀναμένεις χρηστόν τι; ἢ ἀπὸ ἐνδεοῦς προσδοκᾷς κέρδος;) Κύπρ. Πῶς πάν οἱ στραβοὶ ’ς τὸν ᾍδη; -Ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλονε (ἐπὶ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι κάμνουν ἀτόπημά τι παρασυρόμενοι ὑπὸ ἀλλων) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Δώδεκα χρονοῦ κορίτσι γιˬὰ ᾿ς σὸν ᾍδη γιˬὰ ’ς σὸν ἄντρα (ἡ ἡλικιωθεῖσα κόρη ἢ πρέπει νὰ προσαρμοσθῇ πρὸς τὰς κοινωνικὰς συνθήκας ὑπανδρευομένη ἢ ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει προτιμότερον ν᾿ ἀποθάνῃ) Ἰνέπ. || Γνωμ. Ὁ ᾍδης ἔχει μπατίκιˬα, ἀμ’ ἐβγατίκιˬα δὲν ἔχει Κάρπ. || ᾌσμ. Ὦ χριστιˬανές μου, κλάψετε τὸ ἰδικό μου χάλι, ποῦ βάζω τὸν μονάκριβον ’ς τὸν μαυρισμένον ᾍδη Νίσυρ. Γιˬὰ μήνυσέ μου, μάθιˬα μου, πῶς σοῦ φανῆκ’ ὁ Νᾴδης Θήρ. 2) Τόπος κολάσεως τῶν πονηρῶν, κόλασις Ζάκ. Καππ. Πόντ. (Οἰν. Χαλδ.) κ.ἀ.: Γνωμ. Ἀχαριστία ᾿ς σὸν ᾍδην κράζ’ καὶ πάει (ἡ ἀχαριστία κράζουσα πηγαίνει εἰς τὸν ᾍδην, ἤτοι ὁ ἀχάριστος θὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν κόλασιν) Χαλδ. Συνεκδ. ἐπὶ σκοτεινοῦ τόπου Ζάκ. Κεφαλλ. Κρήτ. Λευκ. Παξ.: Ἐδῶ μέσα εἶναι ᾍδης (σκότος μέγα) Κεφαλλ.|| Φρ. ᾍδης ’ς τὸν ᾍδη (ἐπὶ σκότους ψηλαφητοῦ, οἷον: ἐδῶ μέσα εἶναι ᾍδης ’ς τὸν ᾍδη!) Παξ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA