ἀγριολαφῖνα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριολαφῖνα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀγριολαφῖνα ἡ, ᾽Αθῆν. Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Ἰων. (Κρήν.) Κάρπ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Ρόδ. Τῆλ. Χίος ἀgριγιˬολαφῖνα Κρήτ. ἀγριουλαφῖνα Τῆν. ἀγριαλαφῖνα Σύμ. ἀγραλαφῖνα Κάρπ. ἀγριολαφίνη Τῆλ. ἀγρολαφῖνα Πόντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. λαφῖνα.

Σημασιολογία

Ἀγριολαφίδα, ὃ ἰδ ἔνθ’ ἀν.: ᾽Εκάμα συβ-βούλιον οἱ γιˬατροὶ κ᾽ ηὗραν πῶς ἔθελαν τῆς ἀγριαλαφίνας γάλα ν’ ἀλείψουν τὰ μάτιˬα του νὰ γιˬάνῃ (ἐκ παραμυθ.) Σύμ. || ᾌσμ. Ξαρρωστικὸ μὀύρεψε, δὲν τό ’χει ὁ κόσμος ὅλος, τσ᾿ ἀγριολαφίνας τὸ τυρὶ καὶ τοῦ λαοῦ τὸ γάλα ᾿Απύρανθ. ᾿Αφ’ τοὶς ἐννεˬὰ χιλιˬάδες ἕνας μοῦ ’φυγεν, μά ᾽χε λαγοῦ ποδάριˬα καὶ δράκου πήδημα καὶ τῆς ἀγριολαφίνας τὸ σαρτάρισμα Χίος. Μεταφ. ἐπὶ γυναικὸς ἀτιθάσου ᾽Αθῆν. Συνών. ἀγριολαφίτσα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/