ἀθεμέλιˬωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀθεμέλιˬωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀθεμέλιˬωτος ἐπίθ. ἀθεμελίωτος Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) -Λεξ. Λάουνδ. ἀθεμέλιˬωτος σύνηθ. ἀθεμέλτος Πόντ. (Οἰν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἐπιθ. ἀθεμελίωτος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ θεμελιωθείς, ὁ ἐστερημένος θεμελίων σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Σπίτι-τοῖχος-πύργος ἀθεμέλιˬωτος σύνηθ. Τ᾿ ὁσπίτιν ἀκόμαν ἀθεμελίωτον ἔν᾽ Τραπ. Χαλδ. || Ποίημ. Ὤ, δὲν ξάνοιξαν τὰ μάτια | μήτ᾿ ὁ πλάνος νοῦς τ’ ἀθεμέλιˬωτα παλάτιˬα | ’ς τοὺς ὠκεανοὺς ΜΜαλακάσ. ᾿Ασφόδ. 62. ᾿Αντίθ. θεμελιˬωμένος (ἰδ. θεμελιˬώνω). β) Μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου, ὁ ἐστερημένος παντὸς ἐρείσματος, πόρου Πόντ. (Κερασ. Σάντ.): Τιδὲν ’κ’ ἔ’, ἀθεμελίωτος ἄνθρωπος ἔν᾿ (τίποτε δὲν ἔχει) Σάντ. 2).᾽Εκεῖνος τοῦ ὁποίου ὁ βυθὸς δὲν εὑρίσκεται, ὁ ἔχων ἄπειρον βάθος Πόντ. (Χαλδ.): ᾽Αθεμελίωτον ἔν’ τὸ νερόν. β) Ἄφθονος, πολὺς Πόντ. (Κερασ. Τραπ.): Βούτορον ἀθεμελίωτον. γ) ’Ατελείωτος Πόντ. (Τραπ): ᾿Ερχίνεσεν ἕναν δουλείαν ἀθεμελίωτον.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA