ἀδιάβατος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδιάβατος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀδιάβατος ἐπίθ. ἐνιαχ. ἀδιάβατος Ἤπ. Κρήτ. Πελοπν. (Αἴγ. Λακων.) ἀδιˬάβατους Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀδβατος Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) ἀδέβατος Πόντ. (Ἀμισ. Ὄφ.) ἀδιˬάβαγος Ἤπ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀδιάβατος. Περὶ τοῦ τύπ. ἀδιˬάβαγος πβ. ΙΚακριδ. ἐν Ἀθηνᾷ 38 (1926) 204.

Σημασιολογία

1) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ διαβῇ, νὰ περάσῃ, νὰ διανύσῃ, ἀπέραστος (α) Ἐπὶ τόπου Κρήτ. Πελοπν. (Αἴγ. Λακων.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Οἰν. Ὄφ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Μέρος ἀδιάβατο Αἴγ. Βράχους ἀδιˬάβατους αὐτοῦ, ποῦ νὰ πιράσῃς; Αἰτωλ. Τὸ ποτάμι ἀδβατο ἔνι Οἰν. Συνών. ἀδιˬάβαστος 2 (α). (β) ᾿Επὶ χρόνου Ἤπ. Καιρὸς ἀδιˬάβατος, ἡμέρα ἀδιˬάβατη (ἀτελείωτος). Συνών. ἀδιˬάβαστος 2 (β). 2) ’Εκεῖνος ποῦ δὲν ἔχει πέρασι, δὲν περνᾷ, ἐπὶ νομίσματος Πόντ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀδιˬάβατους καὶ ὡς τόπων. Μοσχον.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/