ἀγριολογῶ (II)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριολογῶ (II)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγριολογῶ (ΙΙ) ἀμάρτ. ᾽γριλουγῶ Μακεδ. (Καταφύγ. Πάγγ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀγρία καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ –λογῶ, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν ᾽Αθηνᾷ 22 (1910) 247 κἑξ.
Σημασιολογία
Βοτανίζω τὴν ἄγρωστιν μετὰ τὴν αὔξησιν τοῦ σπαρτοῦ, ἐκριζῶ τὰ παράσιτα χόρτα ἀπὸ τοῦ ἀγροῦ, ἀφοῦ αὐξηθῇ τὸ σπαρτόν Συνών. βοτανίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA