ἀγάνιν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγάνιν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγάνιν ἐπίθ. οὐδ. Πόντ. ἀγάνι Πόντ. (Ὄφ.) ἀγάν᾿ Πόντ. (Ὄφ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. γανώνω. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾷ 37 (1925) 177.
Σημασιολογία
1)Τὸ μὴ γανωθὲν διὰ πυρακτώσεως καὶ τριβῆς σκορόδου, ἵνα μὴ διαρραγῇ κατὰ τὴν ἐπὶ πυρὸς χρῆσιν, τὸ ἀγάνωτον, ἐπὶ πηλίνου μαγειρικοῦ σκεύους Πόντ. (Ὄφ. κ.ἀ): Τζάπ᾿ ἀγάν᾿ (χύτρα ἀγάνωτη) Ὄφ. κ.ἀ. 2)Τὸ μήπω τεθὲν εἰς χρῆσιν, τὸ ἀμεταχείριστον, ἐπὶ πηλίνου μαγειρικοῦ σκεύους Πόντ. (Ὄφ. κ.ἀ)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA