ἀγριολούλουδο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριολούλουδο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριολούλουδο τό, κοιν. ἀγριουλέλουδου Στερελλ. (Αἰτωλ) κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. λουλούδι.
Σημασιολογία
1) Πᾶν φυτὸν τοῦ ἀγροῦ ἐμφανῶς ἀνθοφόρον (πβ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λεξικογρ. ᾽Αρχ. 5 <1918/20>76). 2) Τὸ φυτὸν berteroa stricta varia pindicola τῆς τάξεως τῶν σταυρανθῶν (cruciferae) Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA