ἀγριόλυκος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριόλυκος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀγριόλυκος ὁ, πολλαχ. ἀγριόλυκας Πελοπν. (Τρίκκ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. λύκος.
Σημασιολογία
1) Ὁ πολὺ ἄγριος λύκος Πελοπν. (Τρίκκ.) ΙΙ) Ζιζάνια τῶν σιτηρῶν 1) Εἴδη ὀροβάγχης (orobanche) τῆς τάξεως τῶν ὀροβαγχωδῶν (orobanchaceae) πνίγοντα τὰ σιτηρὰ Κεφαλλ. κ.ἀ. -ΘΧελδράιχ 67. 2) Τὸ ζιζάνιον βελλαρδία ἡ τρισσόχειλος (bellardia trixago) τῆς τάξεως τῶν τραχυφυλλωδῶν (borraginaceae) πολλαχ. Συνών. σιταρόλυκος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA