ἀθεριˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀθεριˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀθεριˬάζω ἀμάρτ. ἀθερκάζομαι Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀθέρας.
Σημασιολογία
Πάσχω τὸν λαιμὸν ἐξ ἐπικολληθέντος ἀθέρος στάχυος, κυρίως ἐπὶ ζῴου, σπανιώτατα δ᾿ ἐπὶ ἀνθρώπου: Ὁ ἄπ-παρος ἀθερκάστηκεν. Ἡ μοῦλα ἔν᾿ ἀθερκασμένη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA