ἀθερινεˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀθερινεˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀθερινεˬάζω Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀθερίνα.

Σημασιολογία

Ρίπτω, χρησιμοποιῶ τὴν ἀθερίνην ὡς δόλωμα: Τὰ μουδιˬάσματα ἀθερινεˬάσαμενε γιˬὰ νὰ ρίξωμενε τὴ νύχτα τὰ σκοινιˬὰ (μουδιˬάσματα=ἡ ὥρα τοῦ λυκόφωτος). Πβ. ἀθερινοδόλωμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/