ἀδιˬαμέριˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδιˬαμέριˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδιˬαμέριˬαστος ἐπίθ. ἀδιαμέραε Τσακων.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *διˬαμεριˬαστὸς<διˬαμεριˬάζω.
Σημασιολογία
Ἀδιανέμητος: Οἱ χοῦρε τζαὶ οἱ ἀμπέλε οἱ εἶνι ἀκόνη ἀδιˬαμέρζαοι (τὰ χωράφια καὶ τὰ ἀμπέλια του εἶναι ἀκόμη ἀδιανέμητα). Συνών. *ἀδιˬάριστος, ἀμέραδος, ἀμέριˬαστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA