ἀδιˬανέμιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδιˬανέμιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀδιˬανέμιστος ἐπίθ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *διˬανεμιστὸς<διˬανεμίζω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἀποξηρανθείς, ὁ μὴ στεγνώσας, ὑγρός: ᾿Εστέγνωξες; (ἐνν. τὰ πλυμένα ἐνδύματα) –Δε βαρε͜͜ιέσαι, ἥπλωσά τα ταχυτέρου ποῦ ᾿δα τὸν ἥλιˬο, μὰ ἤτονε διˬανεμισμένα κιˬ ἀδιˬανέμιστα, ὅdεν ἦρθεν ἡ πρώτη bόρα, κ’ ἐνέβηκα κ᾿ ἐμάζωξά τα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/