ἀθεροκόβω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀθεροκόβω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀθεροκόβω ἀμάρτ. ἀθεροκόβκω Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀθέρας καὶ τοῦ ρ. κόβω.
Σημασιολογία
Κόπτω τὸν ἀθέρα: 'Αλώνεψα τὸ κριθ-θάριν καλὰ ν᾽ ἀθεροκοπῇ. Τὸ κριθ-θάριν ἔν᾽ ἀθεροκομμένο, γιˬατὶ ἁλωνεύτην καλά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA