ἄθερος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄθερος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄθερος ἐπίθ. Εὔβ. Ἰκαρ. Κύπρ. Πελοπν. (Καστάν. Κόρινθ. Λάκων Μάν. κ.ἀ.) Σίφν. Τῆλ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. θερίζω. Πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,109.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ θερισθεὶς ἔνθ’ ἀν.: Τὰ χωράφιˬα εἶναι ἄθερα Κόρινθ. Λακων. Ἄθερα τά ’φηκε τὰ γεννήματά του Καστάν. Τὰ σπαρμένα μου ἔχω τα ἀκόμη ἄθερα Κύπρ. || ᾎσμ. Μὴ μὲ πουλῇς, ἀφέντη μου, μὴ μὲ πουλῇς, καλέ μου, πούλησε κάμπους ἄθερους καὶ κάμπους θερισμένους Εὔβ. Συνών. ἀθέριστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/