ἀγριομερινὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριομερινὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγριομερινὸς ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀγρομερινὸς ΑΠαπαδιαμ. Χριστούγ. τεμπέλη 138.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. μέρος διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ινός.
Σημασιολογία
Ὁ ἐξ ἀγρίου θηράματος προερχόμενος: Βαρέθηκε ἡ καηˬμένη νὰ τρώγῃ ὅλο ἀγρομερινὸ κυνήγι, εἶπεν ὁ Νικόδημος, καὶ σὰν τῆς ἐμύρισε ποῦ ψήσαμε τὸ κατσίκι, ἦρθε νὰ πάρῃ τὸ μερτικό της.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA