ἀγριομερινὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριομερινὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀγριομερινὸς ὁ, ἀμάρτ. ἀγριουμιρ’νὸς Σκόπ. ἀγρομερινὸς ΑΠαπαδιαμ. Χριστουγ. διηγ. 34 ἀγριομερινὸ τό, ᾽Αθῆν. Ἄνδρ. Μέγαρ. ἀγριουμιρ’νὸ Σάμ. Σκόπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀγριομερινὸς γενομένου οὐσ. κατὰ παράλειψιν οὐσ. τινός.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἐν ἀγρίοις μέρεσι διαιτώμενος ἄνθρωπος, ὁ ὀρεσείβιος, ὁ ἀγροδίαιτος Σκόπ. -ΑΠαπαδιαμ. ἔνθ’ ἀν.: Αὐτεῖνοι οἱ ἀγριουμιρ’νοὶ μιˬὰ βολὰ τοὺ χρόνου ἔρχουνται ’ς τ’ χώρα Σκόπ. 2) Ἄγριον ζῷον, οἷον λύκος, θώς, λυκοτσάκαλος, ἀλώπηξ Μέγαρ: Φρ. Ἄ, ποῦ νὰ σε φάῃ τ’ ἀγριομερινό ! (ἀρὰ) 3) Θηρευόμενον ζῷον, θήραμα ᾿Αθῆν. Ἄνδρ. Σάμ. Σκόπ. -ΑΠαπαδιαμ. ἔνθ᾽ ἀν.: Πῆγι οὑ γιˬός-ι-μ’ κυνήγι κὶ θὰ μ᾿ φέρ᾽ τίπουτα ἀγριουμιρ’νὰ Σκόπ. Συνών. ἀγρίμι 5, ἀγριομερικὸ 2, κυνήγι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA