ἀδιˬασταύρωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδιˬασταύρωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδιˬασταύρωτος ἐπίθ. Ἤπ. ἀδιˬασταύρουτους Ἤπ. (Χουλιαρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *διˬασταυρωτὸς<διˬασταυρώνω.
Σημασιολογία
Ἀμετάπειστος ἔνθ’ ἀν.: Εἶν᾿ ἀδιˬασταύρωτως οὑ κιρατᾶς! Χουλιαρ. Πβ. φρ. τὸν ἐσταύρωσα, μὰ δὲν πείστηκε (ἰδ. σταυρώνω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA