ἀδιˬαφέντευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδιˬαφέντευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀδιˬαφέντευτος ἐπίθ. Παξ. Χίος κ.ἀ. -Λεξ. Γαζ. (λ. ἀκατάφρακτος) ἀδιˬαφέdευτος Νάξ. (Βόθρ. Φιλότ.) ἀδιˬαφέντιφτους Στερελλ. (Καλοσκοπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *διˬαφεντευτὸς<διˬαφεντεύω. Πβ. μεσν. ἀδεφένδευτος.

Σημασιολογία

1) Ἀνυπεράσπιστος, ἀπροστάτειπος Νάξ. Παξ. Στερελλ. (Καλοσκοπ.) κ.ἀ.: Εἶμαι ἕρ’μη κιˬ ἄκλερη κιˬ ἀδιˬαφέντευτη, πο͜ιὸς θὰ κοιτάξῃ γιὰ μέν! Παξ. Ἔμ’νι ἀδιˬαφέντιφτη Καλοσκοπ. 2) Ὁ μὴ τακτοποιημένος, ὁ μὴ διηυθετημένος Χίος: Ἀδμφέντευτες ἤφηκὲνε τοὶς δουλε͜ιές του.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/