ἀγάπησι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγάπησι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀγάπησι ἡ, Πελοπν. (Καλάβρυτ.) κ.ἀ. ἀγάπ᾿σ᾿ Ἴμβρ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀγάπησις=στοργή, ἔρως. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1)Στοργή, φίλτρον Ἴμβρ.: Ἔχου ἀγάπ᾿σ᾿ (εἶμαι ἀξιαγάπητος). Συνών. ἀγάπη 1. 2)Ἔρως Πελοπν. (Καλάβρυτ.) κ.ἀ.: Ἔχουν ἀγάπησι. Συνών. ἀγάπη 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/